μηδενίζω

μηδενίζω
μηδένισα, μηδενίστηκα, μηδενισμένος
1. κάνω κάποιον να μην υπάρχει, εκμηδενίζω, αφανίζω: Η ομορφιά της μηδένισε όλες τις άλλες κοπέλες.
2. κάνω ένα ποσό ίσο με το μηδέν: Μηδένισα το χρονόμετρο.
3. βαθμολογώ με μηδέν: Ο καθηγητής μηδένισε την κόλλα του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μηδενίζω — μηδενίζω, μηδένισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μηδενίζω — 1. εξαφανίζω, εξουθενώνω καταστρέφω 2. καθιστώ ποσό ή πλήθος ίσο με το μηδέν 3. βαθμολογώ κάποιον ή κάτι με το μηδέν 4. φρ. «μηδενισμένη [ή αφανισμένη] βαθμίδα» γλωσσ. βαθμίδα μετάπτωσης κατά την οποία ένα φωνήεν μηδενίζεται, χάνεται, λ.χ. «φεύγω …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • διακείρω — (Α) [κείρω] 1. διασχίζω, σχίζω, κατακόβω 2. ματαιώνω, μηδενίζω 3. αφαιρώ, αποκόπτω …   Dictionary of Greek

  • ενικλώ — ἐνικλῶ, άω, ποιητ. τ. τού ἐγκλώ (Α) 1. συντρίβω, σπάζω μέσα 2. μτφ. εμποδίζω, ματαιώνω, μηδενίζω μιαν ενέργεια («ἀεὶ γάρ μοι ἕωθεν ἐνικλᾱν, ὅττι κεν εἴπω» διαρκώς από το πρωί μ εμποδίζεις, ό,τι κι αν πω, Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • κενώνω — (Α κενῶ, όω, και επικ. τ. κεινόω, Μ κενώνω) [κενός] κάνω κάτι κενό, αδειάζω, χύνω νεοελλ. μσν. μεταγγίζω από ένα δοχείο σε άλλο, σερβίρω μσν. 1. τρέχω, κυλώ 2. εξαντλώ, καταδαπανώ μσν. αρχ. αφήνομαι κενός, μένω άδειος αρχ. 1. εγκαταλείπω κάποιο… …   Dictionary of Greek

  • μηδένιση — η [μηδενίζω] η εκμηδένιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”